σταθμίο

σταθμίο
το / σταθμίον, ΝΜΑ, και στάθμιον Α [σταθμός]
νεοελλ.
1. στρ. το οπίσθιο μέρος τού κιλλίβαντα τών πυροβόλων, τού οποίου το άκρο ακουμπά στο έδαφος και αποτελεί μαζί με τους τροχούς τα σημεία στήριξης τού πυροβόλου
2. ο ρυμός τής άμαξας
μσν.-αρχ.
1. βαρίδι, ζύγι ζυγαριάς
2. (ειδικά) επίσημα αναγνωρισμένο βάρος, μονάδα βάρους ή υποδιαίρεση της που ισχύει επίσημα
3. η πλάστιγγα, η ζυγαριά
αρχ.
το νήμα τής στάθμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”